κλοτσήσουν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
κλοτσήσουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κλοτσώ
- θα κλοτσήσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κλοτσώ