κλοτσηδόν
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίρρημα
[επεξεργασία]κλοτσηδόν
- με δυνατές κλοτσιές
- (κατ’ επέκταση) με βίαιο τρόπο
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη κλότσος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κλοτσηδόν
|