κλοτσοσκούφι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κλοτσοσκούφι τα κλοτσοσκούφια
      γενική
    αιτιατική το κλοτσοσκούφι τα κλοτσοσκούφια
     κλητική κλοτσοσκούφι κλοτσοσκούφια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κλοτσοσκούφι < κλότσ(ος) + -ο- + σκούφ(ος) +

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κλοτσοσκούφι ουδέτερο

  1. (παρωχημένο) παιδικό παιχνίδι που παίζονταν με το κλότσημα σκουφιού
  2. (μεταφορικά) άτομο που δεν το υπολογίζουν, που το περιφρονούν
  3. (μεταφορικά) (μειωτικό) (γενικότερα) το ποδόσφαιρο
  4. (μεταφορικά) (μειωτικό) (ειδικότερα) κακής ποιότητας αγώνας ποδοσφαίρου

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]