κλου

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κλου < (άμεσο δάνειο) γαλλική clou

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κλου ουδέτερο άκλιτο

  • το καλύτερο σημείο, αυτό με το μεγαλύτερο ενδιαφέρον, η πιο σημαντική στιγμή, το αποκορύφωμα
    το κλου της βραδιάς ήταν η αναγγελία των αρραβώνων τους

Μεταφράσεις[επεξεργασία]