κλουκουτάω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κλουκουτάω < αρωμουνική klukutésku (παφλάζω, αναταράζω) < σλαβικής προέλευσης клокоти (klokoti) / клоко̀тати (klokòtati) < πρωτοσλαβική *klokotati (κελαρύζω, κοχλάζω) < (ηχομιμητική λέξη)
Ρήμα[επεξεργασία]
κλουκουτάω
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από τα αρωμουνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από σλαβικές γλώσσες (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοσλαβική (νέα ελληνικά)
- Ηχομιμητικές λέξεις (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)