κλυδωνίζομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κλυδωνίζομαι < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κλυδωνίζομαι < αρχαία ελληνική κλύδων

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kli.ðoˈni.zo.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κλυ‐δω‐νί‐ζο‐μαι

Ρήμα[επεξεργασία]

κλυδωνίζομαι, π.αόρ.: κλυδωνίστηκα, μτχ.π.π.: κλυδωνισμένος (αποθετικό ρήμα) σπάνια ενεργητική φωνή: κλυδωνίζω

  1. κινούμαι όπως το πλοίο στην τρικυμία, ταρακουνιέμαι
  2. (μεταφορικά) δοκιμάζομαι από αναταραχή και αστάθεια
    Κλυδωνίζεται η πολιτική σκηνή μετά τα πρόσφατα σκάνδαλα.

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ζητούμενο λήμμα

Πηγές[επεξεργασία]