κλυδωνίζομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κλυδωνίζομαι < ελληνιστική κλυδωνίζομαι < αρχαία ελληνική κλύδων
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kli.ðɔ.ˈni.zɔ.mɛ/
Ρήμα[επεξεργασία]
κλυδωνίζομαι
- κινούμαι όπως το πλοίο στην τρικυμία, ταρακουνιέμαι
- (μεταφορικά) δοκιμάζομαι από αναταραχή και αστάθεια
- κλυδωνίζεται η πολιτική σκηνή μετά τα πρόσφατα σκάνδαλα
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κλυδωνίζομαι