κλωνοποίηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κλωνοποίηση | οι | κλωνοποιήσεις |
γενική | της | κλωνοποίησης | των | κλωνοποιήσεων |
αιτιατική | την | κλωνοποίηση | τις | κλωνοποιήσεις |
κλητική | κλωνοποίηση | κλωνοποιήσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κλωνοποίηση < κλών(ος) + -ο- + -ποίηση, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική cloning[1] < μεσαιωνική ελληνική κλῶνος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κλωνοποίηση θηλυκό
- (βιολογία) η διαδικασία δημιουργίας ενός ή περισσοτέρων ακριβών (κλώνων) αντιγράφων από ένα πρότυπο
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κλωνοποίηση
[επεξεργασία]
- ↑ κλωνοποίηση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παγκοσμιοποίηση' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ποίηση (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Βιολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)