κλωστούλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κλωστούλα | οι | κλωστούλες |
γενική | της | κλωστούλας | — | |
αιτιατική | την | κλωστούλα | τις | κλωστούλες |
κλητική | κλωστούλα | κλωστούλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κλωστούλα < κλωστ(ή) + υποκοριστικό επίθημα -ούλα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κλωστούλα θηλυκό
Ταυτόσημο[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κλωστούλα
|