κλωστούλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κλωστούλα οι κλωστούλες
      γενική της κλωστούλας
    αιτιατική την κλωστούλα τις κλωστούλες
     κλητική κλωστούλα κλωστούλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κλωστούλα < κλωστ(ή) + υποκοριστικό επίθημα -ούλα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κλωστούλα θηλυκό

  1. πολύ λεπτή κλωστή
  2. μικρό κομμάτι από κλωστή

Ταυτόσημο[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]