κλωτσιά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κλωτσιά οι κλωτσιές
      γενική της κλωτσιάς των κλωτσιών
    αιτιατική την κλωτσιά τις κλωτσιές
     κλητική κλωτσιά κλωτσιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κλωτσιά θηλυκό

  • (συνήθως παλαιότερη) γραφή του κλοτσιά

Μεταφράσεις[επεξεργασία]