Μετάβαση στο περιεχόμενο

κλώζω

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κλώζω < αρχαία ελληνική κλώζω < (ηχομιμητική λέξη)[1]

κλώζω

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κλώζω < (ηχομιμητική λέξη)[1]

κλώζω

Σημειώσεις

[επεξεργασία]
  1. 1,0 1,1 Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.