κνίδωση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κνίδωση οι κνιδώσεις
      γενική της κνίδωσης* των κνιδώσεων
    αιτιατική την κνίδωση τις κνιδώσεις
     κλητική κνίδωση κνιδώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, κνιδώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Κνίδωση στο πόδι.
κνίδωση < αρχαία ελληνική κνίδωσις

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κνίδωση θηλυκό ή ουρτικάρια (Urticaria)

  • δερματολογικό νόσημα που ανήκει στα λεγόμενα «σχηματώδη ερυθήματα»

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]