Κνιδόζωα
(Ανακατεύθυνση από κνιδόζωα)
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | Κνιδόζωα | ||
γενική | των | Κνιδόζωων | ||
αιτιατική | τα | Κνιδόζωα | ||
κλητική | Κνιδόζωα | |||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Κνιδόζωα < λόγιο ενδογενές δάνειο: (μεταφραστικό δάνειο) νεολατινική Cnidaria + ζώα < αρχαία ελληνική κνίδη + ζῷον
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Κνιδόζωα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- ταξινομικός όρος - συνομοταξία: θαλάσσια ασπόνδυλα, που φέρουν κνιδοκύτταρα, με τα οποία ακινητοποιούν τη λεία τους
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Υπώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Κνιδόζωα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ταξινομικοί όροι - Ζώα (νέα ελληνικά)
- Ζώα (νέα ελληνικά)
- Ταξινομικοί όροι - συνομοταξίες (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)