κοίλον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κοίλον < αρχαία ελληνική κοῖλος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ciˈlon/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κοί‐λον
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κοίλον ουδέτερο
- η επικλινής πεταλόσχημη επιφάνεια που περιέβαλλε την ορχήστρα του αρχαίου θεάτρου, ο χώρος όπου κάθονταν οι θεατές
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη κοίλος