κοίτη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κοίτη | οι | κοίτες |
γενική | της | κοίτης | των | κοιτών |
αιτιατική | την | κοίτη | τις | κοίτες |
κλητική | κοίτη | κοίτες | ||
όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κοίτη < (διαχρονικό) αρχαία ελληνική κοίτη[1] < κοι-, μεταπτωτική βαθμίδα του κεῖμαι[2] κατά ετεροίωση δηλαδή με μετατροπή του -ε σε -ο. < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱey- (κείμαι)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈci.ti/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κοί‐τη
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κοίτη θηλυκό
[επεξεργασία]
- κοιτίδα
- κοιμητήριο
- κοίτασμα, πετρελαίου, ορυκτού πλούτου
- κοιτώνας
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κοίτη
[επεξεργασία]
- ↑ «κοίτη» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- ↑ «κοίτη» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- «κοίτη» - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ. Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012.
- «κοίτη» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νίκη'
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Ζητούμενα λήμματα (αρχαία ελληνικά)