κογκρέσο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κογκρέσο τα κογκρέσα
      γενική του κογκρέσου των κογκρέσων
    αιτιατική το κογκρέσο τα κογκρέσα
     κλητική κογκρέσο κογκρέσα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κογκρέσο < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κογκρέσο ουδέτερο

  • το σώμα που ασκεί τη νομοθετική εξουσία στις ΗΠΑ, αποτελούμενο από τη βουλή και τη γερουσία

Μεταφράσεις[επεξεργασία]