κοιλάδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κοιλάδα | οι | κοιλάδες |
γενική | της | κοιλάδας | των | κοιλάδων |
αιτιατική | την | κοιλάδα | τις | κοιλάδες |
κλητική | κοιλάδα | κοιλάδες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κοιλάδα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κοιλάς[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ciˈla.ða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κοι‐λά‐δα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κοιλάδα θηλυκό
- (γεωγραφία) μακρόστενο κοίλωμα στο έδαφος ανάμεσα από βουνά ή λόφους, που συνήθως διασχίζεται από ποτάμι
- ※ στους λόφους του Βοσπόρου δεν υπάρχουν ελιές, ενώ τα κωνοφόρα είναι λιγοστά. Τους σκεπάζει ένα πυκνό χαλί από δέντρα όλων των ειδών. Βελανιδιές, καστανιές, συκιές, οξιές, λεύκες, μανόλιες, φτελιές, και φλαμουριές σκεπάζουν τους λόφους και τις κοιλάδες φτάνοντας μέχρι το νερό (Αλέξανδρος Μασσαβέτας, Κωνσταντινούπολη. Η πόλη των απόντων, εκδ. Πατάκης, 2016)
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- κοιλάδα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κοιλάδα
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ κοιλάδα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ελπίδα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γεωγραφία (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)