κοιλάρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: κοιλαρά

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κοιλάρα οι κοιλάρες
      γενική της κοιλάρας
    αιτιατική την κοιλάρα τις κοιλάρες
     κλητική κοιλάρα κοιλάρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κοιλάρα < κοιλ(ιά) + μεγεθυντικό επίθημα -άρα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κοιλάρα θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]