κοιλάρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κοιλάρα | οι | κοιλάρες |
γενική | της | κοιλάρας | — | |
αιτιατική | την | κοιλάρα | τις | κοιλάρες |
κλητική | κοιλάρα | κοιλάρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κοιλάρα < κοιλ(ιά) + μεγεθυντικό επίθημα -άρα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κοιλάρα θηλυκό
- (μειωτικό) μεγεθυντικό του κοιλιά, η (πολύ) μεγάλη κοιλιά
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κοιλάρα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με μεγεθυντικό επίθημα -άρα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μειωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)