κοιλιακοί

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κοιλιακοί αρσενικό, μόνο στον πληθυντικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]


Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

κοιλιακοί

Ομώνυμα / Ομόηχα[επεξεργασία]