κοιλιογραφία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κοιλιογραφία < κοιλί(α) + -ο- + -γραφία ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική ventriculography)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ci.li.o.ɣra.ˈfi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κοι‐λι‐ο‐γρα‐φί‐α
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κοιλιογραφία θηλυκό
- (ιατρική) η ακτινογραφία των κοιλιών
Συγγενικά[επεξεργασία]
- κοιλιογραφικός
- → δείτε τις λέξεις κοιλιά και γράφω
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κοιλιογραφία
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -γραφία (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)