κοιλιοκάκη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κοιλιοκάκη οι κοιλιοκάκες
      γενική της κοιλιοκάκης των κοιλιοκακών
    αιτιατική την κοιλιοκάκη τις κοιλιοκάκες
     κλητική κοιλιοκάκη κοιλιοκάκες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κοιλιοκάκη < κοιλιακός + -ο- + κακός + ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική coeliac disease)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κοιλιοκάκη θηλυκό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]