κοιλιοπλαστική
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κοιλιοπλαστική < κοιλία + -ο- + πλαστική ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική abdominoplasty)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κοιλιοπλαστική θηλυκό
- (ιατρική) χειρουργική επέμβαση με την οποία διορθώνονται δερματικές δυσμορφίες, δερματική χαλάρωση ή συσσώρευση λίπους στην περιοχή της κοιλιάς
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κοιλιοπλαστική
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)