κοιλιοπλαστική

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κοιλιοπλαστική οι κοιλιοπλαστικές
      γενική της κοιλιοπλαστικής των κοιλιοπλαστικών
    αιτιατική την κοιλιοπλαστική τις κοιλιοπλαστικές
     κλητική κοιλιοπλαστική κοιλιοπλαστικές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κοιλιοπλαστική < κοιλία + -ο- + πλαστική ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική abdominoplasty)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κοιλιοπλαστική θηλυκό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]