κοιλόπονος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κοιλόπονος αρσενικό
- άλλη μορφή του πονόκοιλος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κοιλόπονος
|
κοιλόπονος αρσενικό
|