κοιλόπονος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κοιλόπονος αρσενικό
- άλλη μορφή του πονόκοιλος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κοιλόπονος
|
κοιλόπονος αρσενικό
|