κοιμήσης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κοιμήσης < μεσαιωνική ελληνική το κοιμήσει(ν) < αρχαία ελληνική κοιμοῦμαι
Επίθετο[επεξεργασία]
κοιμήσης αρσενικό
- μα τι κοιμήσης άνθρωπος!
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κοιμήσης αρσενικό
- άμα του δώσεις μια δουλειά, πρέπει να είσαι υπομονετικός: τέτοιον κοιμήση, σπάνια τον συναντάς!