κοιναισθησιοπάθεια
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κοιναισθησιοπάθεια < (αντιδάνειο) < (άμεσο δάνειο) αγγλική cenesthopathy < coenesthesio- (κοιν-αισθησι-ο-) + -pathy (-πάθεια)
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κοιναισθησιοπάθεια θηλυκό
- (ψυχιατρική) διάχυτη αίσθηση πόνου ή ενόχλησης, κοινή σε όλο το σώμα, που όμως δεν έχει οργανική βάση
Συγγενικά
[επεξεργασία]- κοιναισθησία (αίσθηση του σώματος)
- κοιναισθητικός
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- κιναισθησία (αίσθηση κινήσεων)
- κιναισθητικός
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κοιναισθησιοπάθεια
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θάλασσα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Αντιδάνεια (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -πάθεια (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ψυχιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)