κοινοβιακώς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: κοινοβιακῶς

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κοινοβιακώς < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική κοινοβιακῶς. Συγχρονικά αναλύεται σε κοινοβιακ(ός) + -ώς.

Επίρρημα[επεξεργασία]

κοινοβιακώς

Πηγές[επεξεργασία]