Μετάβαση στο περιεχόμενο

κοινοβούλιο

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κοινοβούλιο τα κοινοβούλια
      γενική του κοινοβουλίου
& κοινοβούλιου
των κοινοβουλίων
    αιτιατική το κοινοβούλιο τα κοινοβούλια
     κλητική κοινοβούλιο κοινοβούλια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κοινοβούλιο < ελληνιστική κοινή κοινοβούλιον < αρχαία ελληνική κοινός + βουλή

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ci.noˈvu.li.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κοινοβούλιο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κοινοβούλιο ουδέτερο

  1. (πολιτική) σώμα εκλεγμένων λαϊκών αντιπροσώπων που ασκεί νομοθετικό έργο
  2. (συνεκδοχικά) το κτήριο που συνεδριάζει το ως άνω σώμα

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]