κοινοβούλιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κοινοβούλιο < ελληνιστική κοινή κοινοβούλιον < αρχαία ελληνική κοινός + βουλή
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ci.noˈvu.li.o/
- συλλαβισμός : κοι‐νο‐βού‐λι‐ο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κοινοβούλιο ουδέτερο
- (πολιτική) σώμα εκλεγμένων λαϊκών αντιπροσώπων που ασκεί νομοθετικό έργο
- (συνεκδοχικά) το κτήριο που συνεδριάζει το ως άνω σώμα