κοινοτισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κοινοτισμός αρσενικό
- (πολιτική) πολιτική θεωρία που προτάσσει το συμφέρον της κοινότητας και της συλλογικότητας έναντι του ατομισμού
Συγγενικά[επεξεργασία]
- κοινοτιστής
- → δείτε τις λέξεις κοινότητα και κοινός
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κοινοτισμός
|