κοινωνιοθεραπεία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κοινωνιοθεραπεία οι κοινωνιοθεραπείες
      γενική της κοινωνιοθεραπείας των κοινωνιοθεραπειών
    αιτιατική την κοινωνιοθεραπεία τις κοινωνιοθεραπείες
     κλητική κοινωνιοθεραπεία κοινωνιοθεραπείες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κοινωνιοθεραπεία < κοινωνία + -θεραπεία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κοινωνιοθεραπεία θηλυκό

  • θεραπευτική μέθοδος συναισθηματικών διαταραχών με χρήση αλληλεπίδρασης σχέσεων ανθρώπων που είναι μέρος μιας ομάδας

Μεταφράσεις[επεξεργασία]