κοινωνιοκεντρικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κοινωνιοκεντρικός (νεολογισμός) < κοινωνιο- + κεντρικός (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική sociocentric)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ci.no.ni.o.cen.dɾiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κοι‐νω‐νι‐ο‐κε‐ντρι‐κός
Επίθετο
[επεξεργασία]κοινωνιοκεντρικός, -ή, -ό
- (πολιτική) που θέτει την κοινωνία στο κέντρο των ενδιαφερόντων ή σκοπών του
- ※ Μια «κοινωνιοκεντρική» πολιτική πρόταση διαφέρει από τον τρέχοντα «σοσιαλισμό» και τη συνακόλουθη πλασματική «Αριστερά» όσο διαφέρει το νοηματικό περιεχόμενο της ελληνικής λέξης «κοινωνία» από τη λατινική λέξη «societas» (society, société). (εφημερίδα Καθημερινή, 16.06.2002)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- κοινωνιοκεντρικά (επίρρημα)
- κοινωνιοκεντρισμός
- → δείτε τις λέξεις κοινωνία και κέντρο
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κοινωνιοκεντρικός
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα κοινωνιο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με συνθετικό 'κεντρικός' (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Πολιτική (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)