κοινωνιοκεντρισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κοινωνιοκεντρισμός < κοινωνιοκεντρικός + -ισμός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κοινωνιοκεντρισμός αρσενικό
- (πολιτική) η κοινωνιοκεντρική πολιτική στάση και θεώρηση
- ※ O ατομοκεντρισμός φανερώνει δέσμευση στον πρωτογονισμό των ενστικτωδών ενορμήσεων, κυρίαρχη την ανάγκη κατασφάλισης (αυτοσυντήρησης – κυριαρχίας – ηδονής) του εγωτικού υποκειμένου, άρα πρωτεύουσα τη χρησιμότητα – ωφελιμότητα. O κοινωνιοκεντρισμός, αντίθετα, δηλώνει δυναμική ελευθερίας από το ένστικτο, προτεραιότητα της αυθυπέρβασης, της μετοχής, της προσφοράς, της αμοιβαιότητας. (εφ. Καθημερινή, 15.08.2016)
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- κοινωνιοκεντρικά
- κοινωνιοκεντρικός
- → δείτε τις λέξεις κοινωνία και κέντρο
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κοινωνιοκεντρισμός
|