κοινωνιομετρία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κοινωνιομετρία < κοινωνία + μετρώ, ((μεταφραστικό δάνειο) {γαλλικά] sociometrie)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κοινωνιομετρία θηλυκό
- (κοινωνιολογία): τεχνικός κλάδος - μέθοδος της κοινωνιολογίας, που ερευνά ποσοτικά τις σχέσεις των μελών μιας κοινωνίας
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- επινοητής του όρου φέρεται ο A. Coste που περιέλαβε σε σύγγραμμά του το 1899, αυτόν ακολούθησε ο J. L. Moreno το 1934 καθώς και άλλοι νεότεροι.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κοινωνιομετρία
|