κοινωνιοψυχολογία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κοινωνιοψυχολογία < κοινωνί(α) + -ο- + ψυχολογία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κοινωνιοψυχολογία θηλυκό
- (κοινωνιολογία, ψυχολογία) κοινός επιστημονικός κλάδος της κοινωνιολογίας και ψυχολογίας που ερευνά την ψυχολογία της δράσης και της συμπεριφοράς των κοινωνικών ομάδων, τα φαινόμενα που συνοδεύουν αυτές και την δημιουργία και εξέλιξη των διαφόρων κοινωνικών συστημάτων.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κοινωνιοψυχολογία
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -λογία (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Κοινωνιολογία (νέα ελληνικά)
- Ψυχολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)