κοιτασματολογία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κοιτασματολογία < κοιτάσματ(ος) + -ο- + -λογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κοιτασματολογία θηλυκό
- (γεωλογία) τομέας της γεωλογίας που ασχολείται με τα κοιτάσματα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κοιτασματολογία
|