κοκέτης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κοκέτης οι κοκέτηδες
      γενική του κοκέτη των κοκέτηδων
    αιτιατική τον κοκέτη τους κοκέτηδες
     κλητική κοκέτη κοκέτηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κοκέτης < κοκέτ(α) + -ης[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /koˈce.tis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κο‐κέ‐της

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κοκέτης αρσενικό (θηλυκό κοκέτα)

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη κοκέτα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]