κοκαΐνη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κοκαΐνη οι κοκαΐνες
      γενική της κοκαΐνης των κοκαϊνών
    αιτιατική την κοκαΐνη τις κοκαΐνες
     κλητική κοκαΐνη κοκαΐνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κοκαΐνη < (άμεσο δάνειο) γερμανική Kokain < Koka (< κέτσουα kuka (το φυτό κόκα)) + -in (-ίνη)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κοκαΐνη θηλυκό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]