κοκαλένιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | κοκαλένιος | η | κοκαλένια | το | κοκαλένιο |
γενική | του | κοκαλένιου | της | κοκαλένιας | του | κοκαλένιου |
αιτιατική | τον | κοκαλένιο | την | κοκαλένια | το | κοκαλένιο |
κλητική | κοκαλένιε | κοκαλένια | κοκαλένιο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | κοκαλένιοι | οι | κοκαλένιες | τα | κοκαλένια |
γενική | των | κοκαλένιων | των | κοκαλένιων | των | κοκαλένιων |
αιτιατική | τους | κοκαλένιους | τις | κοκαλένιες | τα | κοκαλένια |
κλητική | κοκαλένιοι | κοκαλένιες | κοκαλένια | |||
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο. | ||||||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κοκαλένιος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
κοκαλένιος
- φτιαγμένος από κόκαλο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κοκαλένιος
|
Κατηγορίες:
- Επέκταση
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ωραίος' με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Επίθετα με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)