κοκαλιάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κοκαλιάζω < κόκαλο + -ιάζω

Ρήμα[επεξεργασία]

κοκαλιάζω

  1. άλλη μορφή του κοκαλώνω
  2. (προφορικό) αδυνατίζω σε μεγάλο βαθμό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]