κοκεταρία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κοκεταρία | οι | κοκεταρίες |
γενική | της | κοκεταρίας | — | |
αιτιατική | την | κοκεταρία | τις | κοκεταρίες |
κλητική | κοκεταρία | κοκεταρίες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κοκεταρία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κοκεταρία θηλυκό
- Η προσπάθεια κάποιου να αρέσει στους άλλους, η φιλαρέσκεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κοκεταρία