κοκκάρι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κοκκάρι τα κοκκάρια
      γενική του κοκκαριού των κοκκαριών
    αιτιατική το κοκκάρι τα κοκκάρια
     κλητική κοκκάρι κοκκάρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κοκκάρι < μεσαιωνική ελληνική κοκκάρι < ελληνιστική κοινή κοκκάριον < αρχαία ελληνική κόκκος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κοκκάρι ουδέτερο

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]