κοκκίο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κοκκίο τα κοκκία
      γενική του κοκκίου των κοκκίων
    αιτιατική το κοκκίο τα κοκκία
     κλητική κοκκίο κοκκία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κοκκίο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κοκκίον < υποκοριστικό στην αρχαία ελληνική κόκκος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /koˈci.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κοκ‐κί‐ο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κοκκίο ουδέτερο

  1. (σπάνιο, ιατρική) κόκκος πολύ μικρού μεγέθους
    ※  Ονομασία του φαρμακευτικού προϊόντος: ....., 243 mg, αναβράζοντα κοκκία, Φαρμακοτεχνική μορφή. Αναβράζον κοκκίο. (Γαληνός Οδηγός Φαρμάκων, galinos.gr, ανακτήθηκε στις 28/11/2021)
  2. (βιολογία) μικροσκοπικό κυτταρικό σωμάτιο

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη κόκκος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]