κοκκίο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κοκκίο | τα | κοκκία |
γενική | του | κοκκίου | των | κοκκίων |
αιτιατική | το | κοκκίο | τα | κοκκία |
κλητική | κοκκίο | κοκκία | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κοκκίο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κοκκίον < υποκοριστικό στην αρχαία ελληνική κόκκος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /koˈci.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κοκ‐κί‐ο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κοκκίο ουδέτερο
- (σπάνιο, ιατρική) κόκκος πολύ μικρού μεγέθους
- ※ Ονομασία του φαρμακευτικού προϊόντος: ....., 243 mg, αναβράζοντα κοκκία, Φαρμακοτεχνική μορφή. Αναβράζον κοκκίο. (Γαληνός Οδηγός Φαρμάκων, galinos.gr, ανακτήθηκε στις 28/11/2021)
- (βιολογία) μικροσκοπικό κυτταρικό σωμάτιο
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ και δείτε τη λέξη κόκκος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- κοκκίο - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πεύκο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Σπάνιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Βιολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)