Μετάβαση στο περιεχόμενο

κοκκινογούλι

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κοκκινογούλι τα κοκκινογούλια
      γενική του κοκκινογουλιού των κοκκινογουλιών
    αιτιατική το κοκκινογούλι τα κοκκινογούλια
     κλητική κοκκινογούλι κοκκινογούλια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
βρασμένα και καθαρισμένα κοκκινογούλια

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κοκκινογούλι < κοκκινο- + γουλί[1]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κοκκινογούλι ουδέτερο (πληθυντικός κοκκινογούλια) ή πατζάρι ή παντζάρι

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)