κοκκολιθοφόρο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κοκκολιθοφόρο τα κοκκολιθοφόρα
      γενική του κοκκολιθοφόρου των κοκκολιθοφόρων
    αιτιατική το κοκκολιθοφόρο τα κοκκολιθοφόρα
     κλητική κοκκολιθοφόρο κοκκολιθοφόρα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κοκκολιθοφόρο < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική coccolithophore < αρχαία ελληνική κόκκος + λίθος + φέρω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κοκκολιθοφόρο ουδέτερο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]