κοκκομετρία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κοκκομετρία οι κοκκομετρίες
      γενική της κοκκομετρίας των κοκκομετριών
    αιτιατική την κοκκομετρία τις κοκκομετρίες
     κλητική κοκκομετρία κοκκομετρίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κοκκομετρία < κόκκος + -μετρία ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική granulométrie)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κοκκομετρία θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]