κοκκομετρία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κοκκομετρία < κόκκος + -μετρία ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική granulométrie)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κοκκομετρία θηλυκό
- μέτρηση του μεγέθους και της ποσοτικής κατανομής των κόκκων / στοιχειωδών τεμαχιδίων σε κάποιο έδαφος
Συγγενικά[επεξεργασία]
- κοκκομετρικός
- → δείτε τις λέξεις κόκκος και μέτρο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κοκκομετρία
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -μετρία (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)