κοκόρι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κοκόρι | τα | κοκόρια |
γενική | του | κοκοριού | των | κοκοριών |
αιτιατική | το | κοκόρι | τα | κοκόρια |
κλητική | κοκόρι | κοκόρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. Η γενική, δύσχρηστη | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /koˈko.ɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κο‐κό‐ρι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κοκόρι ουδέτερο
- νεαρός κόκορας
- κόκορας σε εκφράσεις όπως
- μαλώνουν/τσακώνονται/τρώγονται σαν κοκόρια
- ξυπνάει/σηκώνεται με τα κοκόρια: ξυπνάει πολύ νωρίς
- ≠ αντώνυμα: κοιμάται με τις κότες: κοιμάται πολύ νωρίς
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Παράγωγα[επεξεργασία]
- κοκοράκι (υποκοριστικό)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη κόκορας
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ κοκόρι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας