κολάζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κολάζω < αρχαία ελληνική κόλος
Ρήμα[επεξεργασία]
κολάζω (μεσοπαθητικό κολάζομαι)
- φέρνω κάποιον κοντά στον πειρασμό
- μειώνω, περιορίζω, μετριάζω
- επιτιμώ, ψέγω, δεν θεωρώ κάτι σωστό
- επιβάλλω σε κάποιον ποινή, τιμωρώ
[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κολάζω | κόλαζα | θα κολάζω | να κολάζω | κολάζοντας | |
β' ενικ. | κολάζεις | κόλαζες | θα κολάζεις | να κολάζεις | κόλαζε | |
γ' ενικ. | κολάζει | κόλαζε | θα κολάζει | να κολάζει | ||
α' πληθ. | κολάζουμε | κολάζαμε | θα κολάζουμε | να κολάζουμε | ||
β' πληθ. | κολάζετε | κολάζατε | θα κολάζετε | να κολάζετε | κολάζετε | |
γ' πληθ. | κολάζουν(ε) | κόλαζαν κολάζαν(ε) |
θα κολάζουν(ε) | να κολάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κόλασα | θα κολάσω | να κολάσω | κολάσει | ||
β' ενικ. | κόλασες | θα κολάσεις | να κολάσεις | κόλασε | ||
γ' ενικ. | κόλασε | θα κολάσει | να κολάσει | |||
α' πληθ. | κολάσαμε | θα κολάσουμε | να κολάσουμε | |||
β' πληθ. | κολάσατε | θα κολάσετε | να κολάσετε | κολάστε | ||
γ' πληθ. | κόλασαν κολάσαν(ε) |
θα κολάσουν(ε) | να κολάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κολάσει | είχα κολάσει | θα έχω κολάσει | να έχω κολάσει | ||
β' ενικ. | έχεις κολάσει | είχες κολάσει | θα έχεις κολάσει | να έχεις κολάσει | ||
γ' ενικ. | έχει κολάσει | είχε κολάσει | θα έχει κολάσει | να έχει κολάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε κολάσει | είχαμε κολάσει | θα έχουμε κολάσει | να έχουμε κολάσει | ||
β' πληθ. | έχετε κολάσει | είχατε κολάσει | θα έχετε κολάσει | να έχετε κολάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν κολάσει | είχαν κολάσει | θα έχουν κολάσει | να έχουν κολάσει |
|