κολακευτικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
κολακευτικά < κολακευτικός
Επίρρημα[επεξεργασία]
κολακευτικά
- κατά τρόπο κολακευτικό, με επαινετικά λόγια
- κάποιος φίλος μού μίλησε πολύ κολακευτικά γι' αυτόν τον άνθρωπο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κολακευτικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
κολακευτικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του κολακευτικό