κολακεύω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κολακεύω < αρχαία ελληνική κολακεύω < κόλαξ
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kɔ.la.ˈcɛ.vɔ/
Ρήμα[επεξεργασία]
κολακεύω
- αποδίδω ιδιοτελώς σε κάποιον επαίνους που δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα
- ικανοποιώ κάποιον ή τον κάνω υπερήφανο
- Με κολακεύει η παρουσία σας στο σπίτι μου, κύριε πρόεδρε!
- αναδεικνύω την ομορφιά και τη χάρη κάποιου
- Αυτό το φόρεμα που φοράς σε κολακεύει.
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη κόλακας