κολεχτίβα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κολεχτίβα οι κολεχτίβες
      γενική της κολεχτίβας
    αιτιατική την κολεχτίβα τις κολεχτίβες
     κλητική κολεχτίβα κολεχτίβες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κολεχτίβα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κολεχτίβα θηλυκό