κολιέ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κολιέ | τα | κολιέ |
γενική | του | κολιέ | των | κολιέ |
αιτιατική | το | κολιέ | τα | κολιέ |
κλητική | κολιέ | κολιέ | ||
ΑΚΛΙΤΟ Δείτε και το λαϊκότροπο ο κολιές. | ||||
όπως «άκλιτα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κολιέ < απροσάρμοστo άμεσο δάνειο από τη γαλλική collier < λατινική collum < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kwol-o- (λαιμός)
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κολιέ ουδέτερο άκλιτο
Άλλες γραφές
[επεξεργασία]Άλλες μορφές
[επεξεργασία]- κολιές (λαϊκότροπο αρσενικό κλιτό)
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Παράγωγα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (γαλλικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)