κολιέ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κολιέ  τα κολιέ 
      γενική του κολιέ  των κολιέ 
    αιτιατική το κολιέ  τα κολιέ 
     κλητική κολιέ  κολιέ 
ΑΚΛΙΤΟ
Δείτε και το λαϊκότροπο ο κολιές.
όπως «άκλιτα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κολιέ < απροσάρμοστo άμεσο δάνειο από τη γαλλική collier < λατινική collum < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kwol-o- (λαιμός)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /koˈʎe/
ΔΦΑ : /kɔ.lje/ (γαλλική προφορά)
γυναίκα με κολιέ

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κολιέ ουδέτερο άκλιτο

Άλλες γραφές

[επεξεργασία]

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]
  • κολιές (λαϊκότροπο αρσενικό κλιτό)

Συνώνυμα

[επεξεργασία]
Παράγωγα
[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]