κολιές
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κολιές | οι | κολιέδες |
γενική | του | κολιέ | των | κολιέδων |
αιτιατική | τον | κολιέ | τους | κολιέδες |
κλητική | κολιέ | κολιέδες | ||
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κολιές < κολιέ (άκλιτο) + -ς προσαρμοσμένο στο μορφολογικό σύστημα της νεοελληνικής γλώσσας ως αρσενικό κλιτό.[1] Δείτε και κολιεδάκι
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κολιές αρσενικό
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ κολιές - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας